- κνήμαις
- κνήμηpart between knee and anklefem dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χοίρινος — η, ο / χοίρινος, ίνη, ον, ΝΑ ο κατασκευασμένος από δέρμα χοίρου, χοιρινός (α. «χοίρινα τσαρούχια» β. «ἡ ἀσπὶς οἰσυΐνη καὶ χοιρίνη περὶ ταῑς κνήμαις», Λουκιαν.) νεοελλ. παροιμ. «γλυκό κρασί σε χοίρινο τομάρι» λέγεται για πράγματα αξίας στα οποία… … Dictionary of Greek